ημεροβιίδες

ημεροβιίδες
Οικογένεια νευροπτέρων εντόμων. Τo γνωστότερο από τα γένη της οικογένειας αυτής είναι το έντομο ημερόβιος.
* * *
οι
οικογένεια νευρόπτερων εντόμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hemerobiid < hemero- (πρβλ. ήμερ[ο]·) + -bi-id (πρβλ. βί-ος και κατάλ. -ίδης)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ημερ(ο)- — (AM ἡμερ(ο) ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση με την ημέρα ή έχει διάρκεια μιας ημέρας. ΣΥΝΘ. ημεράλωψ, ημερόβιος, ημεροδανειστής, ημεροκαλλίς, ημερολόγιο αρχ. ημερογράφος, ημεροδρόμης, ημεροδρομώ, ημεροειδής,… …   Dictionary of Greek

  • ημερόβιος — α, ο (Α ἡμερόβιος, ον) 1. αυτός που ζει μόνο μια ημέρα 2. το ουδ. ως ουσ. το ημερόβιον γένος εντόμων τής οικογένειας ημεροβιίδες νεοελλ. 1. ο βραχύβιος, ο ολιγοζώητος 2. (για ζώα) αυτός που δρα κατά τη διάρκεια τής ημέρας και ησυχάζει κατά τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”